- ὀσφρητικούς
- ὀσφρητικόςmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οσφρητικός — ή, ό (Α ὀσφρητικός, ή, όν) [οσφρητός] σχετικός με την όσφρηση, οσφραντικός («τοὺς ὀσφρητικούς πόρους», Γαλ.) νεοελλ. (φυσιολ. ανατ.) αυτός που χρησιμεύει για την όσφρηση ή αυτός που εξαρτάται από την όσφρηση (α. «οσφρητικό όργανο» το σύνολο τών… … Dictionary of Greek
προσεγκέφαλος — ο, Ν (συγκρ. ανατ.) μία από τις τρεις κύριες υποδιαιρέσεις τού εγκεφάλου τών σπονδυλοζώων, η οποία αποτελείται από τον τελεγκέφαλο, δηλαδή τους οσφρητικούς λοβούς και τα εγκεφαλικά ημισφαίρια, και από τον διεγκέφαλο, δηλαδή τον θάλαμο και τον… … Dictionary of Greek
μακροσκελίδες — (macroscelidae). Οικογένεια θηλαστικών, η οποία αρχικά κατατασσόταν στην τάξη των εντομοφάγων, ενώ πλέον σχηματίζει ξεχωριστή τάξη· διαφέρουν από τα εντομοφάγα στο ότι έχουν πλήρη ακουστικά οστάρια, μεγάλα ζυγωματικά οστά και σχετικά μικρούς… … Dictionary of Greek
σελάχιο — Ομοταξία χόνδρινων ιχθύων, σαφώς διαφορετικών από τους οστέινους, οι οποίοι λέγονται τελεόστεοι ή οστεϊχθύες. Παλιότερα τα σ. θεωρούνταν υφομοταξία των ψαριών, που σήμερα αποτελούν μια υπερομοταξία. Τα σ., που λέγονται και πλαγιόστομοι, έχουν… … Dictionary of Greek